-
1 χοῦς
χοῦς (A), ὁ, also ἡ Anaxandr.41.13 (anap.), Nic.Th. 103: ([etym.] χέω):— a measure of capacity, = 12 κοτύλαι: nom. sg.Aχοῦς Anaxandr.71
, Alex.15.19, Men.Her.Fr.5, IG11(2).219A40 (Delos, iii B. C.); gen. (cod. R and Suid., fort χοῶς), Tab.Heracl.2.36, 57, IG22.1013.55; χοῦ (in signf. 11) ib.1252.11, Ath.Mitt.30.146 ([place name] Mysia); dat.χοΐ Anaxandr.41.13
, D.Prooem.53, PFrankf.1.19, al. (iii B. C.) (also [dialect] Dor. Tab.Heracl.1.103); χῷ (in signf. 11) Ath.Mitt.30.145; acc.χοῦν Dsc.5.7
, Ael.NA16.12, IG22.1366.23, PHolm.16.10; written χον (in signf.11), SIG57.21 (Milet., v B. C.);χόα Choerob. in Theod.1.238H.
; nom. pl. , IG22.1672.200, Inscr.Délos 396 A 67 (iii B. C.), Gal.18(2).258; [var] contr.χοῦς AP5.182
(Posidipp.); gen. pl.χῶν IG12(5).593
A9 (Ceos, v B. C.), (Stiris, ii B. C.); acc.χοῦς Tab.Heracl.1.103
, PMich.Zen.94.4 (iii B. C.);χόας Hero
*Mens.19, *Geom.23.63, Aristid.1.18J., Lib.Or.11.126, Gp.8.20.1, al. ( χοας unaccented, SIG953.18 (Cnidus, ii B. C.)):—also nom. sg. [full] χοεύς Hp.Epid.7.10, IG11(2).219 A 8 (Delos, iii B. C.); gen. ( χοός ap. Suid.);χοέως Gal.12.932
, S.E.M.9.320; dat. χοέϊ orχοεῖ Hp.Salubr.5
, Morb.3.17 cod. θ, PHib.1.90.11 (iii B. C.), Choerob. in Theod. 1.238H.; acc. , Ach. 1202 (lyr.), Men.915 ([var] contr. fr. χοέα, as correctly expld. by Hdn.Gr.2.13 and Choerob. l.c.; found at end of a verse in Ar.Eq.95, 113, Ach. 1133, Eub.80.4, Men. l.c.);χοέα Hp.Morb.3.17
, Dsc.5.72, 73, Gp.2.6.42, Gal.12.931: nom. pl.χοεῖς IG11(2).237.3
(Delos, iii B. C.), Inscr.Délos 440 A 20, 62 (ii B. C.), Ostr.Bodl. i 343 (ii B. C.); writtenχοιεῖς PCair.Zen.160.3
(iii B. C.); acc.χοᾶς Ar.Ec.44
, Th. 746 (cod. R, cf. Suid.), Arist. HA 627b4; laterχοέας Ph.Bel.90.26
; (38), Dsc. 5.7, 63, 68, PHolm.16.11, 17; dat. ; χόεσι or χοέσι (perh. formed like δρομέσι ) Wilcken Chr.176.7 (i A. D.): the unaccented forms χοα, χοας, χοων, PCair.Zen.516.21, 16, 19 (iii B. C.), prob. belong to χοεύς: prov., of attempts to measure the immeasurable,οἱ τῆς θαλάττης λεγόμενοι χόες Pl.Tht. 173d
;ὡσπερανεί τις ἐξαριθμεῖσθαι βούλοιτο τοὺς χόας τῆς θαλάττης Aristid.
l.c.II = συμβολή iv, ἡ πόλις διδοῖ.. χο̄ν (v. supr.) (Milet., v B. C.);εἶναι αὐτοῖς ἀτέλειαν τοῦ χοῦ IG22.1252.11
; Argive acc. sg.χῶν Hegesand.31
.2 name of a society or club,ἄρξαντα χοῦ Ath.Mitt.30.146
([place name] Mysia); Διῒ Ὑψίστῳ καὶ τῷ ib.145 (ibid.).III Χόες, οἱ, the Pitcher-feast, a name given to the second day of the Anthesteria, Call.Aet.1.1.2; gen.Χοῶν Eubulid.1
, Timae.128; dat.τοῖς Χουσί Ar.Ach. 1211
, Ath.7.276c; acc. ;τοὺς Χοᾶς ἄγειν D.39.16
, cf. Phanod.13;τοὺς Χοῦς IG3.1342
.------------------------------------A soil excavated or heaped up,ὁ χ. ὁ ἐξορυχθείς Hdt.2.150
;τὸν αἰεὶ ἐξορυσσόμενον χοῦν Id.7.23
, cf. 1.185, 8.28, Pherecr.121 (anap.), Th. 2.76, 4.90, IG22.380.26, etc.: gen.χοῦ Arr.An.2.27.4
, POxy.1631.28 (iii A. D.) (un[var] contr.χόου IG9(1).691.6
([place name] Corcyra)); also (from confusion with χοῦς A) gen. χοός LXX.Ec.3.20, PTeb.342.27 (ii A. D.), PBremen14.13; dat.χοΐ IG12(3)
, 248.10 (Anaphe, ii B. C.), Hsch.
См. также в других словарях:
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Κωνσταντία — I Όνομα τριών πριγκιπισσών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. 1. Κ. (Constantia Flavia Julia, ; – 333;). Ήταν κόρη του Κωνσταντίου A’ του Χλωρού, ετεροθαλής αδελφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και σύζυγος τoυ Ρωμαίου αυτοκράτορα Λικίνιου. Από τη… … Dictionary of Greek
αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… … Dictionary of Greek
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… … Dictionary of Greek
μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… … Dictionary of Greek
φλαμανδική τέχνη — Τέχνη που άνθησε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Βέλγιο. Κάποτε το όνομα αυτό αποδιδόταν γενικά στην τέχνη των παλαιών Κάτω Χωρών, δηλαδή του Βελγίου και της Ολλανδίας μαζί, μέχρι τον πολιτικό χωρισμό τους από τον Φίλιππο B’ της Ισπανίας … Dictionary of Greek
Βοημία — (τσέχ. Echy, γερμ. Βöhmen). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 53.000 τ. χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, πρώην ανεξάρτητο βασίλειο, που σήμερα περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στην Τσεχία (δυτική και κεντρική). Από μορφολογική άποψη, η περιοχή… … Dictionary of Greek
Πράγα — (Praha). Πρωτεύουσα της Τσεχίας και επαρχία και η ίδια (Hlavni mesto Praha, 496 τ. χλμ.). Η Π., που βρίσκεται σε θαυμάσια θέση στις όχθες του Μολδάβα (Βλτάβα), παραποτάμου του Έλβα, στην καρδιά της Βοημίας, στη συμβολή ενός πυκνού οδικού,… … Dictionary of Greek